- ἁνδάνω
- ἁνδάνω (ἁνδάνειν: aor. ᾰδον; ᾰδών, -όντι, -όντα; ᾰδεῖν. ϝα-, P. 1.29 P. 6.51, I. 8.18)1 please, be pleasing to c. dat.
Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι O. 3.1
πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν P. 1.29
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται P. 6.51
Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38 χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (i. e. πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) I. 4.15 Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (Er. Schmid: θ' ἅδον codd: τίμιαι γεγένηνται. Σ.) I. 8.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.